- ἀντικαθίζομαι
- ἀντι-καθ-ίζομαι, sich gegenüber setzen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀντικαθίζει — ἀντικαθίζομαι sit pres ind mp 2nd sg ἀντικαθίζομαι sit pres ind mp 2nd sg ἀντικαθίζομαι sit pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεκάθισας — ἀντικαθίζομαι sit aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντικαθίσασθαι — ἀντικαθίζομαι sit aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντικαθίσαντο — ἀ̱ντικαθίσαντο , ἀντικαθίζομαι sit aor ind mp 3rd pl (doric aeolic) ἀντικαθίζομαι sit aor ind mp 3rd pl (homeric ionic) ἀντικαθίζομαι sit aor ind mid 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντικαθίζω — ἀντικαθίζω (Α) 1. βάζω κάποιον να καθήσει στη θέση άλλου 2. μέσ. ἀντικαθίζομαι και παρακμ. με σημ. ενεστ. ἀντικάθημαι α) στρ. παίρνω θέση απέναντι σε κάποιον β) εναντιώνομαι … Dictionary of Greek